- απολυτρωτής
- ο , απολυτρώτρια η освободитель, -ница, избавитель, -ница, спаситель, -ница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απολυτρωτής — ο αυτός που απολυτρώνει … Dictionary of Greek
απολυτρωτής — ο θηλ. τρώτρια ο ελευθερωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)